- ἐγγλωττοτυπέω
- ἐγγλωττοτῠπέω,A talk loudly of, Ar.Eq.782.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐγγλωττοτυπεῖν — ἐγγλωττοτυπέω talk loudly of pres inf act (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)